- κιονοειδής
- -ές (Μ κιονοειδής, -ές)αυτός που μοιάζει με κίονα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + -ειδής (< εἶδος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κιονοειδής — like a pillar masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιονοειδές — κιονοειδής like a pillar masc/fem voc sg κιονοειδής like a pillar neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιονοειδοῦς — κιονοειδής like a pillar masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίονας — Ένα από τα κύρια στοιχεία των απλών ορθοστατικών κατασκευών. Μπορεί να έχει διάφορες μορφές και διαστάσεις, αλλά γενικά αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο (εκτός από τον δωρικό κ., ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη βάση).… … Dictionary of Greek
κιονίτης — κιονίτης, ὁ (Μ) [κίων] 1. αυτός που μοιάζει με στύλο, κιονοειδής 2. αυτός που κατοικεί σε στύλο … Dictionary of Greek